μαλλιοτραβώ

μαλλιοτραβώ
μαλλιοτραβάω (αόρ. (ε)μαλλιοτράβηξα) μετ. таскать, трепать за волосы;

μαλλιοτραβιέμαι, μαλλιοτραβιοδμαι

1) — ссориться, грызться, цапаться;

2) перен. горько раскаиваться, рвать на себе волосы;
3) хлопотать, возиться; вертеться волчком

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μαλλιοτραβώ" в других словарях:

  • μαλλιοτραβώ — και μαλλοτραβῶ, άω 1. τραβώ κάποιον από τα μαλλιά («κάθε μέρα τό μαλλιοτραβάει το παιδί») 2. (το μέσ. ως αλληλοπαθές) μαλλ(ι)οτραβιέμαι και ιούμαι σύρομαι αμοιβαία με κάποιον από τα μαλλιά, τσακώνομαι άγρια με κάποιον, μαλλιά με μαλλιά …   Dictionary of Greek

  • μαλλιοτράβηγμα — και μαλλοτράβηγμα, το [μαλλιοτραβώ] έντονος διαπληκτισμός, μεγάλος τσακωμός με αλληλοτράβηγμα τών μαλλιών …   Dictionary of Greek

  • μαλλοτραβώ — βλ. μαλλιοτραβώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»